- βιβλιόφιλος
- ο , η библиофил, книголюб
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιβλιόφιλος — ο εκείνος που αγαπά, συλλέγει και μελετά διάφορα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + φίλος < φίλος (πρβλ. γαλλ. bibliophile). Η ελλ. λ. μαρτυρείται στον Ανδρέα Μουστοξύδη] … Dictionary of Greek
βιβλιόφιλος — ο θηλ. βιβλιόφιλη αυτός που είναι φίλος των βιβλίων, ο βιβλιολάτρης: Γράφτηκε στο σύλλογο βιβλιοφίλων εξαιτίας της μεγάλης αγάπης του για τα βιβλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… … Dictionary of Greek
αναγνώστης — Ο όρος, εκτός από την καθιερωμένη του έννοια (αυτός που διαβάζει γενικά ένα γραπτό κείμενο), αναφέρεται ειδικότερα σε μια κατηγορία εργαζομένων στον χώρο του βιβλίου, που έχουν την ευθύνη να διαβάσουν ένα έργο που προτείνεται προς έκδοση και να… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
φιλόβιβλος — ον, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόβιβλον μεγάλη αγάπη για τα βιβλία αρχ. 1. αυτός που τού αρέσουν τα βιβλία, βιβλιόφιλος 2. αυτός που τού αρέσει να διαβάζει βιβλία 3. αυτός που τού αρέσει η ανάγνωση τής Βίβλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βίβλος… … Dictionary of Greek
Γεννάδιος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Γ. Α’ (; – 471 μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (458 471), που διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Ανατόλιο και είναι γνωστός κυρίως από την άκαμπτη στάση που επέδειξε στην αντιμετώπιση του… … Dictionary of Greek
Ζαβίρας, Γεώργιος — (Σιάτιστα 1744 – Πέστη 1804). Λόγιος, έμπορος, συγγραφέας και βιβλιόφιλος. Μετά τα εγκύκλια μαθήματα που παρακολούθησε στην πατρίδα του ταξίδεψε, το 1760, στην Ουγγαρία όπου «τον εμπορικόν ησπάσατο βίον», όπως γράφει ο ίδιος στη σύντομη… … Dictionary of Greek
Ιωαννίκιος ο Διόδιος — (17ος αι.).Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1645 47) και λόγιος, κυπριακής καταγωγής. Σπούδασε στο σιναϊτικό μετόχι του Χάνδακα (Ηράκλειο Κρήτης). Αρχικά διετέλεσε μητροπολίτης Βεροίας (1638) και, όταν αργότερα ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο, διακρίθηκε… … Dictionary of Greek
Νικολόπουλος, Κωνσταντίνος — (Σμύρνη 1786 – Παρίσι 1841). Λόγιος, ποιητής πατριωτικών στίχων και βιβλιόφιλος. Μαθητής του Βαρδαλάχου και του Λάμπρου Φωτιάδη στο ελληνικό γυμνάσιο του Βουκουρεστίου, θαυμαστής και αργότερα συνεργάτης του Κοραή στο Παρίσι (1806 κ.ε.), ο Ν. ήταν … Dictionary of Greek